Loading color scheme

Ο underground ήχος της παλιάς Ομόνοιας

Ο Βαλάντης Τερζόπουλος μιξάρει θρυλικά “σκηνικά” που συνέβησαν στα “μπουζούκια” της Αθήνας και όχι μόνο.

Όταν το 1960-1961 ο Μίκης Θεοδωράκης ηχογράφησε τα πρώτα τραγούδια του με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, θέλησε ένα βράδυ να τ’ ακούσει ζωντανά. Να χαρεί ζωντανά την απήχηση τους στον κόσμο. Πήρε την παρέα του και πήγαν στο καταγώγιο που τραγουδούσε ακόμα ο Μπιθικώτσης - ο τελευταίος ασφαλώς, δεν είχε διανοηθεί ποτέ να τραγουδήσει Θεοδωράκη εκεί, μα όταν τον είδε στο μαγαζί φάνηκε να έρχεται στο φιλότιμο.

Πιάνει λοιπόν το μικρόφωνο και λέει:

Τώρα θα σας πω ένα τραγουδάκι ενός νέου μας συνθέτη, του κύριου Μίκη Θεοδωράκη.”

Ένας μόρτης από κάτω είχε αντίρρηση:

Όχι, να μην το πεις.”

Και δεν το είπε. Πού να τολμήσει άλλωστε.

Κάπως έτσι, σαν συνέχεια των περίφημων σκηνικών που συνέβαιναν στα ρεμπετάδικα, ξεκίνησαν οι “αυστηροί” και “άγραφοι” κανόνες που όριζε η ίδια η πιάτσα των μπουζουξίδικων ή αλλιώς των κέντρων διασκέδασης με αυθεντική λαϊκή μουσική. Μάλιστα, από τα μέσα του 1970 και μετά, ονόματα όπως Κερμανίδης, Καφάσης, Αιγύπτιος, Φλωρινιώτης αποφάσισαν να “αλλάξουν” ή να “απελευθερώσουν” τους πρωτότυπους στίχους στα τραγούδια τους, δεδομένου ότι είχε σταματήσει να υπάρχει λογοκρισία.

Ένας από τους σημαντικότερους λαϊκούς τραγουδιστές στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970 ήταν ο Κώστας Κόλλιας ερμηνευτής της μεγάλης επιτυχίας ''Έρωτα μου Αγιάτρευτε’' ο οποίος πέθανε αρχές του 1980, σε τροχαίο δυστύχημα με τον θάνατό του να χαρακτηρίζεται “ύποπτος” στους κύκλους της εποχής.

Λίγο νωρίτερα, το 1978 κάνει την εμφάνιση του ο Κώστας Μοναχός με το άλμπουμ ''Έτσι κάνουν όλες”. Ο Μοναχός, αναμφίβολα υπήρξε ένα από τα σημαντικά κεφάλαια της “νύχτας” για τη δεκαετία του '80 όπως το ίδιο ίσχυε στα 70s για τον Σπύρο Ζαγοραίο με την περίφημη “Προσευχή”  αλλά και την επική ερμηνεία στο "Ριγέ Σακάκι" του Κώστα Ψυχογιού. Κομμάτι που θεωρείται πλέον “κλασσικό” και γνωρίζει ακόμα και σήμερα αποδοχή ανάλογη της “σχεδόν θεατρικής” ερμηνείας που επεφύλασσε η Τάνια Ελληναίου στο κομμάτι "Μπαρόβια''.

Στη δεκαετία του 1980 τα πράγματα “αγριεύουν” και με τη μαζική επέλαση της τηλεόρασης σε συνδυασμό με την ανάγκης της κοινωνίας να συμπεριλάβει τα “μπουζούκια” στον καθημερινό τρόπο ζωής, προκύπτουν στίχοι, λέξεις και φράσεις που μερικά χρόνια νωρίτερα θα θεωρούνταν αδιανόητα. ''Τι Πουρό τι Καγκουρό'' τραγουδά η Ελένη Ροδά, ενώ η “φωνάρα” της Ρίτας Σακελλαρίου για λίγο επισκιάζεται από την ποπ επιτυχία “Είναι Γάτα, Είναι Γάτα ο Κοντός με τη Γραβάτα" που υπογράφει ο Νίκος Καρβέλας. Από δίπλα, η "Εξομολόγηση" του Δημήτρη Τερζόπουλου, το λούμπεν χιτ "Ξανθός και Γύφτος" του Στέλιου Δήμου, το πάντα επίκαιρο τις μεγάλες ώρες, "Πού Έχω Παρκάρει Δεν Θυμάμαι" του Κώστα Καρουσάκη και ασφαλώς οι εξομολογητικές “Γκαρσονιέρες” της Άντζελας Ρέβης με το σαρκαστικό ρεφραίν “Αν είχανε φωνή οι γκαρσονιέρες, θα πέφταν σαν ξερόφυλλα οι βέρες” .Και αυτά, είναι μόνο μερικά από τα χιλιάδες τραγούδια που κυκλοφορήσαν μέχρι τα τέλη των 80s ενώ εκατοντάδες είναι οι ιστορίες, αστικοί μύθοι για τα γεγονότα που κατά καιρούς σημάδευαν τη νυχτερινή ζωή στα μπουζούκια της Αθήνας.

Η τραγωδία της “παραγγελιάς” για παράδειγμα, συνέβη ένα βράδυ που ο Κώστας Καρουσάκης τραγουδούσε στη "Νεράιδα της Αθήνας", στην Αγίου Μελετίου, εκεί όπου ο Νίκος Κοεμτζής, προκειμένου να χορέψει τις “Βεργούλες” σκότωσε τρεις και τραυμάτισε οχτώ θαμώνες. Έκτοτε, επιβεβαιώθηκε στην πιάτσα κάτι που ίσχυε πάντα. Όλες οι “φυλές”, -κατηγορίες ανθρώπων, συνυπάρχουν και υπακούν στους “άγραφους” νόμους του σκυλάδικου ενώ αυτή η υποκουλτούρα της εγχώριας μουσικής αποτυπώθηκε με επιτυχία και σε κλασσικές πλέον κινηματογραφικές παραγωγές.

Το 1991, ο Πάνος Ρήγας κυκλοφορεί τον δίσκο Εσύ Αγάπα με στην Alfa Mi Records. Το κομμάτι "Δεν Σταματάει" που υπήρχε στο άλμπουμ πήρε δεύτερη ζωή όταν ξανά ακούστηκε μετά από επτά ολόκληρα χρόνια στην ταινία του Παντελή Βούλγαρη Όλα Είναι Δρόμος, από τη Νάνσυ Παππά . Είναι αυτό το κομμάτι που φέρνει τον Γιώργο Αρμένη σε παραλήρημα και λίγο αργότερα υπό τους ήχους του “Θα Πάρω Φόρα” (Θα τα Γκρεμίσω)” γράφει ιστορία με το  “Ηλία ριχ’το!”. Ένα χρόνο μετά, το 1999, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος σκηνοθετεί την ταινία Αυτή η Νυχτα μένει και από μόνο του, το γεγονός ότι δύο σύγχρονα και πολυσυζητημένα φιλμ, συμπεριλαμβάνουν σκηνές και ατάκες όπως εξελίσσονταν στα λεγόμενα “β κατηγορίας σκυλάδικα” της Αθήνας και της επαρχίας, αποτυπώνει καλύτερα από οτιδήποτε το πόσο έντονα βίωσε η Ελλάδα την υποκουλτούρα (“υπό” όχι με την απαξιωτική έννοια του όρου, αλλά με αυτή του subculture) των μπουζουκιών.

Μερικές ακόμα, ιστορίες - αστικοί μύθοι που έχουν κατά καιρούς κάνει τους γύρους σε σχετικές κουβέντες, περιλαμβάνουν “απίστευτα” σκηνικά από τις “μεγάλες ώρες” του Σαββατοκύριακου. Υπήρξε (όντως ;) τύπος που μπήκε στο μαγαζί κρατώντας το Άγιο Δισκοπότηρο με την επιθυμία να πίνει από εκεί το ουίσκι του, υπήρξε τύπος που φόρτωσε το κλαρκ τέσσερις φορές με παλέτες γεμάτες σαμπάνιες ώστε να πλημμυρίσει την πίστα και ασφαλώς υπήρξε τύπος που άφησε το “κουμπούρι” πάνω στο τραπέζι, απαιτώντας από την ορχήστρα να παίξει τον ύμνο του Ολυμπιακού.

Αυτές οι ορχήστρες δε. Μια από τις πιο παλιές ατάκες στα ροκ στέκια ισχυριζόταν πως “τους καλύτερους ροκ παίχτες - μουσικούς, τους “έφαγαν” τα μπουζούκια” και εν μέρει ίσως είναι αλήθεια. Τόσο οι session μουσικοί στις album ηχογραφήσεις όσο και αυτοί που έγραφαν σχεδόν 12ώρα στις πίστες, ήταν “παιχταράδες”, οι περισσότεροι από ωδεία αλλά και κάποιοι εξαιρετικά έμπειροι ως αυτοδίδακτοι. Ο μύθος το έχει, πως μεγάλο ποσοστό όσων παλιότερα ξεκινούσαν από κάποιες μικρές ροκ μπάντες της γειτονίας με μεγαλεπήβολα σχέδια, σύντομα “στριμώχνονταν” από τις συνθήκες για επιβίωση και προσγειώνονταν σε μια πιο “λαϊκή” πραγματικότητα. Μάλιστα, ενώ περνούσαν άπειρες ώρες στο πάλκο, όταν βαριόντουσαν “γκρουβάρανε” και μετέτρεπαν τα κομμάτια σε μακρόσυρτα jams για την πάρτη τους αδιαφορώντας για το αν το κοινό αντιλαμβάνονταν την ενορχηστρωτική εξέλιξη που είχαν σκαρώσει. Αξιομνημόνευτο παραμένει το “Outro” track στην “Αυλή του Παραδείσου” της Βανδή, όπου ο Φοίβος βάζει την μπάντα να τζαμάρουν σχεδόν σε heavy rock πρότυπα. Και η αλήθεια είναι πως αρκετοί από τους ροκάδες που απορρόφησαν τα μπουζούκια βγήκαν στη σύνταξη από αυτά.

Δεν θα ξεχάσω την ιστορία φίλου ντράμερ (συνταξιούχος πλέον) για το πως γινόταν η “έναρξη” προγράμματος. Το μαγαζί ήταν γεμάτο κόσμο. Η μπάντα αποτελούνταν από 6 φοβερούς μουσικούς και πάντα υπήρχε η “εισαγωγή” πριν βγει ο τραγουδιστής. Ο φίλος μου ήταν αυτός που του έκανε νόημα για να βγει στην πίστα. Ξεκινούσε λοιπόν το πρόγραμμα και η μπάντα έπαιζε όσο πιο δεξιοτεχνικά μπορούσε το ορχηστρικό κομμάτια και όταν τελείωνε το σύνθημα ήταν “Αμολάτε τον” και έμπαινε με το "Μ' έπιασε σχιζοφρένεια (απ' την πολύ καψούρα)” του Κερμανίδη.

Αυτό το κείμενο και η μουσική που το συνοδεύει είναι αφιερωμένο σε όλους αυτούς τους “παιχταράδες” μουσικούς, που επί χρόνια βιοπορίζονται και υποστηρίζουν αυτό που ονομάζουμε underground λαϊκό ήχο.

Ανανεώνεται κάθε Παρασκευή:

Ακούστε τη λίστα στο Spotify

 
 

poweredbymixcloudpro